- διαφθορείο
- το1. τόπος διαφθοράς2. κρυφό οίκημα όπου εκδίδονται σε ασέλγεια γυναίκες και άντρες.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διαφθορείο — το χώρος εκπόρνευσης γυναικών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)